τυφλότης

τυφλότης
τυφλότης
blindness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυφλότησιν — τυφλότης blindness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλότητα — τυφλότης blindness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλότητας — τυφλότης blindness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλότητες — τυφλότης blindness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλότητι — τυφλότης blindness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλότητος — τυφλότης blindness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθοτυφλότης — ὀρνιθοτυφλότης, ἡ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τυφλότης (< τυφλός)] …   Dictionary of Greek

  • τυφλότητα — η / τυφλότης, ητος, ΝΑ [τυφλός] το να είναι κανείς τυφλός, έλλειψη όρασης αρχ. 1. (για το τυφλό έντερο) έλλειψη στομίου 2. μτφ. (για συλλαβή) το να λήγει σε σύμφωνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”